αναπεταρίζω

αναπεταρίζω
seğirmek, kanat çırpmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • αναπεταρίζω — ισα 1. ανατινάζομαι, αναπηδώ: Τα πιτσούνια άρχισαν να αναπεταρίζουν. 2. κουνιέμαι, κάνω νάζια: Ανησυχούσε που η μικρότερη κόρη του είχε αρχίσει να αναπεταρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”